- εκβλύω
- βλ. εκβλύζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκβλύζω — (AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω) 1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω 2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν») … Dictionary of Greek